περίσκεψις

περίσκεψις
περίσκεψις
consideration
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περισκέψει — περίσκεψις consideration fem nom/voc/acc dual (attic epic) περισκέψεϊ , περίσκεψις consideration fem dat sg (epic) περίσκεψις consideration fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσκεψιν — περίσκεψις consideration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρίσκεψις — η, Α επιγρ. (δωρ. τ.) αντί περίσκεψις …   Dictionary of Greek

  • περίσκεψη — η / περίσκεψις, έψεως, ΝΑ [περισκέπτομαι] 1. το να παρατηρεί κανείς γύρω του με πολλή προσοχή, προσεκτική και λεπτομερής εξέταση 2. συνεκδ. φρόνηση, μεγάλη σύνεση, μεγάλη προσοχή …   Dictionary of Greek

  • περισκέψεως — περισκέψεω̆ς , περίσκεψις consideration fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκέψῃ — περισκέψηι , περίσκεψις consideration fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”